- αμφιτρής
- ἀμφιτρής (-ῆτος), ο, η, το (Α) [τετραίνω]1. ο τρυπημένος από άκρη σε άκρη, διάτρητος2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφιτρής (ενν. πέτρα)διάτρητος βράχος, σπηλιά με δύο εισόδους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + -τρης < ρίζα τρη-, τέτρημαι τού ρ. τετραίνω].
Dictionary of Greek. 2013.